φρόνιμος

φρόνιμος
-η, -ο / φρόνιμος, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ίμη Α
1. σώφρων, συνετός, μυαλωμένος, γνωστικός (α. «είναι φρόνιμο και ευγενικό παιδί» β. «ὡς φρόνιμον καὶ εὐγενικὸν οἱ ὅλοι τὸν ἐκλέξαν», Χρον. Μoρ.)
2. (για σκέψη ή πράξη) αυτός που φανερώνει σύνεση, φρόνηση
3. εγκρατής, μετριοπαθής
νεοελλ.
παροιμ. «τών φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν» — δηλώνει ότι οι συνετοί άνθρωποι προνοούν έγκαιρα για το μέλλον τους
αρχ.
1. αυτός που έχει σώες τις φρένες του, λογικός
2. (για πτηνό) αυτός που προοιωνίζεται το μέλλον («τοὺς ἄνωθεν φρονιμωτάτους οἰωνοὺς ἐσορώμενοι», Σοφ.)
3. (για ζώο) ευφυής, πανούργος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φρόνιμον
φρονιμάδα, σύνεση, σωφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φρον- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τής λ. φρήν, φρενός + επίθημα -ιμος (πρβλ. γόν-ιμος, τρόφιμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φρόνιμος — in one s right mind masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρόνιμος, -η — ο επίρρ. α 1. αυτός που έχει φρόνηση, συνετός, γνωστικός, μυαλωμένος. 2. αυτός που έχει χρηστά ήθη, σεμνός: Φρόνιμο κορίτσι. 3. (για παιδιά), πειθαρχικός, ήσυχος, που δεν κάνει αταξίες: Να είσαι φρόνιμο αγοράκι όσο θα λείπω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρονιμώτερον — φρόνιμος in one s right mind masc acc comp sg φρόνιμος in one s right mind neut nom/voc/acc comp sg φρόνιμος in one s right mind adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονιμωτάτων — φρόνιμος in one s right mind fem gen superl pl φρόνιμος in one s right mind masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονιμωτέρων — φρόνιμος in one s right mind fem gen comp pl φρόνιμος in one s right mind masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονιμώτατα — φρόνιμος in one s right mind adverbial superl φρόνιμος in one s right mind neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονιμώτατον — φρόνιμος in one s right mind masc acc superl sg φρόνιμος in one s right mind neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονίμω — φρόνιμος in one s right mind masc/fem/neut nom/voc/acc dual φρόνιμος in one s right mind masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρονίμως — φρόνιμος in one s right mind adverbial φρόνιμος in one s right mind masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρόνιμον — φρόνιμος in one s right mind masc/fem acc sg φρόνιμος in one s right mind neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”